γελοω
Смотреть что такое "γελοω" в других словарях:
γελόω — γελάω laugh pres imperat mp 2nd sg (epic) γελάω laugh pres subj act 1st sg (epic) γελάω laugh pres ind act 1st sg (epic) γελάω laugh fut ind act 1st sg (epic) γελάω laugh imperf ind mp 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek